ἐπιμήκης

ἐπιμήκης
ἐπιμήκης, ες,
A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3.
2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: [comp] Comp.

-έστερος Dsc.1.7

, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive,

τόπος LXXBa.3.24

; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to . . , App.Ill.22; also of Time, Vett.Val.344.5: [comp] Sup.

-έστατος Hdn.8.1.5

; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμήκης — longish masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιμήκης longish masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐπιμήκης longish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμήκης — ες (ΑΝ ἐπιμήκης, ες) [μήκος] αυτός τού οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος αρχ. 1. εκτεταμένος, μεγάλος 2. (για ανάστημα) ψηλός 3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον για περισσότερο χρόνο …   Dictionary of Greek

  • επιμήκης, -ης, επίμηκες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που έχει μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος, μακρουλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμηκέστερον — ἐπιμήκης longish adverbial comp ἐπιμήκης longish masc acc comp sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήκει — ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut dat sg ἐπιμήκεϊ , ἐπιμήκης longish dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμήκη — ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμήκης longish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκεστέραις — ἐπιμήκης longish fem dat comp pl ἐπιμηκεστέρᾱͅς , ἐπιμήκης longish fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκεστέρων — ἐπιμήκης longish fem gen comp pl ἐπιμήκης longish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκέστατα — ἐπιμήκης longish adverbial superl ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμηκέστατον — ἐπιμήκης longish masc acc superl sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμῆκες — ἐπιμήκης longish masc/fem voc sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”